Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ
Υπεύθυνος: ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΦΩΤΗΣ ΑΠΕΡΓΗΣ
Οι πρώτες αναμνήσεις μου από τον Νίκο Γκάτσο ήταν από τον «Μαγεμένο Αυλό».
Εκεί συναντιόταν τα απογεύματα με τον Μάνο Χατζιδάκι, εκεί υποδεχόνταν με καφέ, ποίηση και χιούμορ, φίλους και νέους καλλιτέχνες. Ακόμα κι όταν καθυστερούσε, η θέση του τον περίμενε κενή. Γιατί ο Γκάτσος ήταν ο πρώτος τη τάξει. Μπορεί ο Μάνος να ήταν επίκεντρο της προσοχής, αλλά η τελευταία λέξη ανήκε στον Νίκο. Ηταν σοβαρός και λιγομίλητος, έτσι που το μοναδικό του χιούμορ σε ξάφνιαζε, αν δεν τον γνώριζες. Τους ένωνε μεγάλη αγάπη και σεβασμός και κανείς δεν μπορούσε να εισχωρήσει ανάμεσά τους.
Κάποτε, βέβαια, διαφωνούσαν. Και τότε ο Μάνος έλεγε μεταξύ σοβαρού και αστείου: «Αυτούς τους στίχους να τους πας στον Μίκη». Αλλοτε προειδοποιούσε και ο Γκάτσος: «Αν αργήσεις κι άλλο τη μελοποίηση, θα δώσω τους στίχους στον Θεοδωράκη». Μία φορά αυτό έγινε στ' αλήθεια. Το «Σε πότισα ροδόσταμο», ο Νίκος αρχικά το προόριζε για τον Μάνο, που εκείνες τις μέρες επρόκειτο να ταξιδέψει στο Παρίσι. Μόλις όμως το άκουσε ο τελευταίος, είπε στον φίλο του:
«Ετοιμάζομαι να μπω σε αεροπλάνο κι εσύ μου γράφεις "στον άλλο κόσμο που θα πας";»
«Τότε να το δώσω στον Μίκη» είπε ο Γκάτσος κι έτσι γεννήθηκε ένα από τα δημοφιλέστερα τραγούδια του Θεοδωράκη. Αργότερα το τραγουδούσα μαζί του στις συναυλίες σ' όλο τον κόσμο. Οπως και τη «Μυρτιά», το «Αν θυμηθείς τ' όνειρό μου» και τόσα άλλα. Του Γκάτσου, άλλωστε, ήταν το πρώτο τραγούδι του Θεοδωράκη που είχα ηχογραφήσει με τη φωνή μου ήδη το 1963: το «Ματωμένο φεγγάρι» από το «Χρυσοπράσινο φύλλο».
Ούτε λόγος τότε να κουβεντιάσουμε μαζί τους για τους στίχους. Μας αρκούσε που τους ακούγαμε να συζητούν για οτιδήποτε· από την επικαιρότητα ως τους μεγάλους συγγραφείς. Ο Γκάτσος εξάλλου είχε μια λακωνική σοφία, που έκανε κάθε κουβέντα του να μοιάζει με ακριβό απόσταγμα. Νιώθω πολύ τυχερή που βρέθηκα κοντά τους. Αν και η Νάνα Μούσχουρη και η Φλέρυ Νταντωνάκη υπήρξαν θαυμάσιες ερμηνεύτριες των τραγουδιών του Μάνου, εγώ τραγούδησα μερικούς από τους πιο σημαντικούς κύκλους του: την «Εποχή της Μελισσάνθης», «Τα Παράλογα», την «Σκοτεινή μητέρα». Και τα δυο τελευταία ήταν σε ποίηση του Γκάτσου.
Από τα ορόσημα του ελληνικού τραγουδιού, «Τα Παράλογα» κυκλοφόρησαν το 1976, σε μια εποχή που η κακοποίηση του περιβάλλοντος δεν είχε αναδειχθεί κορυφαίο πρόβλημα. Ομως ο αθηναϊκός κόσμος και ο τύπος είχαν ξεσηκωθεί εναντίον της κυβέρνησης Καραμανλή, που είχε παραδώσει την Ελευσίνα στα διυλιστήρια. Μαζί και ο Μάνος και ο Νίκος, που έγραψαν τον «Εφιάλτη της Περσεφόνης», όπου η ηρωίδα της μυθολογίας, ολοζώντανη στο σήμερα, πρωτοστατεί σε μια πολιτική καταγγελία.
Απασχολημένη ακόμα με πολύ πιο επείγοντα προβλήματα, η αριστερά δεν είχε εντρυφήσει στην οικολογία, αλλά είδε θετικά αυτή τη μουσική διαμαρτυρία απέναντι στην κυβέρνηση και την ασύδοτη πλουτοκρατία. Διαμαρτυρία που, όμως, διακρινόταν απ' ό,τι χαρακτήριζε όλους τους στίχους του Γκάτσου: τη σύνθεση της παράδοσης και του υπερρεαλισμού, του λαϊκού και του λόγιου στοιχείου, την οποία είχε εγκαινιάσει ήδη από το 1943 στην «Αμοργό».
Δεν θα ξεχάσω τις νύχτες στο στούντιο. Αντίθετα με τον Μίκη, που συνέθετε πειθαρχημένα στο γραφείο του, ο Μάνος απελευθέρωνε τους μουσικούς στις πρόβες κι ύστερα λεπτολογούσε ό,τι του άρεσε ώσπου να του δώσει τον δικό του χαρακτήρα. Τα ξημερώματα πηγαίναμε μαζί για πρωινό.
Την ίδια αίσθηση μιας μοναδικής γιορτής ζήσαμε ξανά το 1985 ηχογραφώντας τη «Σκοτεινή μητέρα», που γεννήθηκε όμως πολύ πιο... πεζά: Κάποιος είχε πλησιάσει τον Χατζιδάκι και τον Γκάτσο και τους πρότεινε να γράψουν έναν κύκλο τραγουδιών για μια νέα τραγουδίστρια. Για να το αποφύγουν, ζήτησαν μαζί ένα αστρονομικό ποσό, που, όμως, ο ενδιαφερόμενος δέχτηκε! Ετσι έγραψαν τα τραγούδια, ώσπου άκουσαν την τραγουδίστρια και αποφάσισαν να ακυρώσουν τη συμφωνία. Δεν ήξερα τίποτα απ' όλ' αυτά, όταν λίγον καιρό μετά, στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, χτύπησε το τηλέφωνό μου:
«Μαρία, γεια σου, είμαι ο Μάνος: ανυπομονούσα να σου πω ότι έχω γράψει κάτι τραγούδια για τη φωνή σου καταπληκτικά!»
Οταν έμαθα την αλήθεια, έβαλα τα γέλια. Σύντομα ξανασυναντηθήκαμε στο στούντιο, όχι πλέον της Κολούμπια, αλλά το Πολυσάουντ. Ηχογραφούσαμε, κουβεντιάζαμε την ποίηση και την επικαιρότητα το ίδιο μαγεμένοι. Ο Μάνος είχε ένα μοναδικό ταλέντο να εντοπίζει την ερωτική αλήθεια του καθενός και να τη φέρνει στην επιφάνεια. Αλλά και ο Μίκης αντιλαμβανόταν ότι, μετά την κόπωση τόσων χρόνων, είχα την ανάγκη κι εγώ να εκφράσω το υπαρξιακό και ερωτικό μου στοιχείο.
Μαζί με τον Κεμάλ, η Περσεφόνη είναι ανάμεσα στους μαγικούς ήρωες του Γκάτσου που με συντροφεύουν πάντα στις συναυλίες μου. Ενήμεροι από τις μεταφράσεις, οι ξένοι δεν χορταίνουν να παρακολουθούν τις ιστορίες τους. Αρχαίοι μύθοι και νεότεροι, το πάθος για το ελληνικό παρελθόν και το μέλλον συνυπάρχουν εδώ με ποιητική και φιλοσοφική ματιά.
Καμιά φορά αναρωτιέμαι: τι έγινε τις τελευταίες δεκαετίες και κόπηκε αυτό το νήμα της ελληνικότητας; Μπήκαμε, είναι αλήθεια, σ' ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, που μετατόπισε τις πολιτιστικές μας σταθερές. Γλιστρώντας στην καταναλωτική κοινωνία, χάσαμε τις αιχμές μας. Και τώρα, αυτή η απρόσωπη εξουσία που μας πολεμά, μας βρήκε καλομαθημένους και ανέτοιμους. Χρειάζεται ίσως λίγος χρόνος για να συνέλθουμε, μαζί και οι διανοούμενοι κι οι καλλιτέχνες. Αλλά ανάμεσά μας θα υπάρξουν νέες φωνές και ευαισθησίες. Ο Μίκης ποτέ δεν επαναπαυόταν. Εφερε το μπουζούκι στην ορχήστρα του ΕΙΡ. Πήρε και τον Μπιθικώτση, και ας τον αντιμετώπιζε καχύποπτα η αριστερά. Ούτε κι ο Μάνος έπαψε ποτέ να αγωνίζεται. Και αν ο Θεοδωράκης νιώθει πια «σαν τάνκερ στη λίμνη των Ιωαννίνων», το παράδειγμά τους μένει ζωντανό. Και οι νέοι καλλιτέχνες πρέπει να αντισταθούν. Ισως δεν έχουν τέτοιο εκτόπισμα, αλλά μπορούν να ταράξουν τα νερά. 7
* Οι συναυλίες της Μαρίας Φαραντούρη με τραγούδια σε στίχους του Νίκου Γκάτσου θα δοθούν την Κυριακή 23 και τη Δευτέρα 24 του μηνός στο Μέγαρο με τη συμμετοχή του Αλκίνοου Ιωαννίδη, του Βασίλη Γισδάκη και τής Ντόρας Μπακοπούλου. Την ορχήστρα θα διευθύνει ο Μίλτος Λογιάδης.
Ο ποιητής τραγουδιών : Νικόλαος Γκάτσος
Δέκα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τον θάνατο του Νίκου Γκάτσου, του ποιητή που σφράγισε με τους στίχους του το έντεχνο ελληνικό τραγούδι από τη δεκαετία του 1950 ως εκείνη του 1980, κομίζοντας σε αυτό τον υπερρεαλιστικό λόγο αλλά και συνδυάζοντάς τον με τη δημοτική παράδοση. «Το Βήμα» αναζητεί σήμερα την ουσία της προσφοράς του στο τραγούδι με την απόσταση που δημιουργεί η πάροδος μιας δεκαετίας βιολογικής απουσίας του και, παράλληλα, επιχειρεί να φωτίσει το θέμα της «τυχαίας» ενασχόλησής του με το τραγούδι, αφού ο Νίκος Γκάτσος υπήρξε ποιητής ο οποίος εγκατέλειψε την τέχνη του για να ακολουθήσει μια άλλη συγγενή προς εκείνη, αυτή του τραγουδιού.
Ο Νίκος Γκάτσος (γεννημένος το 1911 στην Ασέα Αρκαδίας) ήταν ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του '30 γνωστός στους φιλολογικούς κύκλους των Αθηνών, συμμετέχοντας στα λογοτεχνικά καφενεία της εποχής. Εκεί έγινε κοινωνός του ρεύματος του υπερρεαλισμού και μέλος της συντροφιάς των κυριοτέρων εν Ελλάδι εκπροσώπων του. Η συναναστροφή αυτή θα οδηγήσει στο κορυφαίο ποιητικό του έργο, την «Αμοργό», το οποίο - σύμφωνα με μαρτυρίες - γράφτηκε «τυχαία εν μια νυκτί». Η συγγραφή άρχισε ένα βράδυ στο σπίτι του Γκάτσου, παρουσία του Οδυσσέα Ελύτη, σαν ένα «παιχνίδι υπερρεαλιστικής μίμησης» για να εξελιχθεί σε ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του σύγχρονου ελληνικού υπερρεαλισμού.
Η ποιητική αυτή σύνθεση κυκλοφόρησε το 1943 σε 308 αντίτυπα, ως σήμερα όμως έχει ξεπεράσει τις 40.000 αντίτυπα σε πωλήσεις. Η «Αμοργός» γνώρισε αρχικά την επιφύλαξη - ακόμη και τη χλεύη - των κριτικών. Ο κριτικός Μ. Ροδάς τη χαρακτήρισε «Αρλουμπολογία». «Εάν ο κ. Γκάτσος είναι φαρσέρ, τότε ασφαλώς η "Αμοργός" τού προσφέρει μίαν απόλαυση με τα ρουθούνια των αγελάδων» έγραφε σε κριτική του, παραφράζοντας στίχο της «Αμοργού». Ο Α. Σπυρής, στα «Φιλολογικά Χρονικά», χαρακτήρισε το ποίημα «προδιαγεγραμμένο σχέδιο, σα να ήθελε ο ποιητής να εκθέσει τον εαυτό του στη χλεύη του κόσμου».
Το λάθος των περισσοτέρων από τους κριτικούς εκείνης της περιόδου είναι ότι προσπάθησαν να εξηγήσουν λογικά την «Αμοργό», να ερμηνεύσουν λέξη προς λέξη ένα γνήσιο υπερρεαλιστικό κείμενο, να αναγνώσουν μία νέα γλώσσα με τρόπο παλαιό.
Τη δεκαετία που ακολούθησε, η «Αμοργός» πήρε τη θέση που της έπρεπε στη συνείδηση των κριτικών αλλά και του αναγνωστικού κοινού, έτσι ώστε ο Ν. Γκάτσος να θεωρείται ήδη καταξιωμένος ποιητής, αν και είχε ένα μόνο ποιητικό έργο στο ενεργητικό του.
Το γεγονός ότι ο Γκάτσος έγραψε την «Αμοργό» σε ηλικία μόλις 32 ετών δημιουργούσε την αίσθηση ότι δεν επρόκειτο παρά για την αφετηρία ενός μακρού ποιητικού δρόμου. Εν τούτοις εκείνος σιώπησε, δεν εξέδωσε ξανά ποιητική συλλογή και στράφηκε - από τις αρχές του '50 και μετά - στο τραγούδι. Αυτή η αλλαγή πλεύσης συνιστά ως σήμερα τη λεγόμενη «μυθολογία ή μυστήριο του Ν. Γκάτσου», όπως την αποκαλούν οι μελετητές του έργου του. Ο ίδιος δεν απάντησε ποτέ στο ερώτημα «γιατί εγκατέλειψε την ποίηση», όπως δεν εμφανίστηκε ποτέ και στην τηλεόραση για να πει έστω και μία κουβέντα.
Στο αρχείο της ΕΡΤ υπάρχει η μία και μοναδική του τηλεοπτική εμφάνιση, όπου ένας μουσικός παίζει πιάνο και ο Ν. Γκάτσος διακρίνεται σοβαρός και αμίλητος μέσα από έναν καθρέφτη. Αφού ο ίδιος ο ποιητής δεν μίλησε ποτέ για τη μετάβασή του στο τραγούδι, προσπάθησαν οι μελετητές του έργου του να βρουν μια άκρη στο ζήτημα αυτό. Η πιο ώριμη όμως θέση εκφράστηκε από τον φιλόλογο Τάσο Λιγνάδη, ο οποίος θεώρησε την «Αμοργό» ως «πρότυπο, υπόδειγμα, μοντέλο, το οποίο επετέλεσε κατά τρόπο ραγδαίο τον προορισμό του αμέσως από τη χρονιά που βγήκε». Αφού ο σκοπός είχε εκπληρωθεί, μια νέα ποιητική συλλογή θα αποτελούσε πιθανόν επανάληψη.
«Εμαθε όλη την Ελλάδα να τραγουδάει στίχους που ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί»
Η εκτίμηση του Μάνου Χατζιδάκι στον Νίκο Γκάτσο αντηχεί στα λόγια όσων σήμερα καλούνται να τοποθετηθούν για το καλλιτεχνικό του μέγεθος. Ανάμεσά τους ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο οποίος επί σειρά ετών εθεωρείτο για το ευρύ κοινό (που αρέσκεται στον διπολισμό) το «αντίπαλον δέος» του Νίκου Γκάτσου στην ελληνική στιχουργία. Σήμερα ο Λ. Παπαδόπουλος ονομάζει τον Νίκο Γκάτσο «δάσκαλο», τον θεωρεί «τον μεγαλύτερο από τους δασκάλους» του και προσδιορίζει την ουσία της διαφοράς τους στη δομή των θεμάτων τους. «Εγώ αφηγούμαι μια ιστορία από την αρχή ως το τέλος. Ο Γκάτσος πολλές φορές ξεκινάει μια ιστορία και οδηγείται σε μια άλλη. Αυτό απαιτεί τόλμη και ποιητική σοφία» τονίζει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και εστιάζει στην ουσία της προσφοράς του Ν. Γκάτσου στο ελληνικό τραγούδι: «Εμαθε όλη την Ελλάδα να τραγουδάει στίχους που ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί, διότι είχε μια πρωτοφανή τόλμη στην εικονοποιία, στη ρίμα και στην εξέλιξη των θεμάτων του σε κάθε τραγούδι».
Συγγενής προς αυτή την εκτίμηση εκείνη του στιχουργού Μάνου Ελευθερίου: «Η προσφορά του Γκάτσου στο τραγούδι ήταν το Μεγάλο Απρόοπτο. Εφερε τον υπερρεαλισμό. Οχι μόνο τον εισήγαγε αλλά τον επέβαλε κιόλας. Δείτε τους στίχους του στους "Δροσουλίτες", πώς συνδυάζουν τον υπερρεαλισμό με την παράδοση. Τέτοια πράγματα δεν ξαναγίνονται». Στο αίτημα να υποδείξει ένα τραγούδι το οποίο κατά τη γνώμη του συγκεντρώνει τις βασικές ποιητικές αρετές του λόγου του Νίκου Γκάτσου ο Μ. Ελευθερίου επιλέγει τον «Γιάννη τον φονιά». «Θεωρώ ότι είναι το αριστούργημά του» δηλώνει και θέτει το ερώτημα: «Ποιος συνθέτης όμως θα μελοποιούσε τον "Γιάννη τον φονιά" σήμερα; Εχει στραφεί αλλού το ελληνικό τραγούδι. Λείπει σαφώς ο Ν. Γκάτσος απ' αυτό, αλλά ακόμη και αν ζούσε δεν θα μπορούσε να το παρακολουθήσει. Ηδη τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε το παράπονο ότι δεν του ζητούσαν πια στίχους. Αυτό συνέβαινε γιατί το τραγούδι είχε ήδη φύγει γι' αλλού...».
Ενας από τους βασικούς ερμηνευτές στίχων του Ν. Γκάτσου, ο Μανώλης Μητσιάς (ερμηνευτής σε τέσσερις κύκλους τραγουδιών του και σε τραγούδια που δισκογραφήθηκαν σε 45άρια), αναφέρει τα σημεία στα οποία επικεντρώνει το εδώ και μία δεκαετία απλήρωτο κενό του Ν. Γκάτσου: «Λείπουν σήμερα από το τραγούδι οι πρωτογενείς λέξεις που χρησιμοποιούσε καθώς και η ικανότητα που είχε να περικλείει μεγάλα νοήματα σε ένα τετράστιχο». Εντοπίζει δε τη συμβολή του στο γεγονός ότι προσέδωσε στο λαϊκό τραγούδι ποιητικότητα: «Πριν από εκείνον η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου έγραφε λαϊκά τραγούδια, ο Γκάτσος όμως έκανε καθημερινό τραγούδι την ποιητική τέχνη. Επέβαλε μάλιστα στο τραγούδι τη δημοτική ποίηση. Ηταν βαθύς γνώστης της. Ηξερε κάθε γωνιά της χώρας, ήξερε εκατοντάδες δημοτικά ποιήματα απέξω. Δείτε πώς μιλάει στα τραγούδια του για την Παναγιά, αναφέροντάς την με τις ιδιαίτερες ονομασίες που της αποδίδονται σε κάθε γωνιά της Ελλάδας».
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του, πρωταγωνιστεί στο τραγούδι μια ολόκληρη γενιά συνθετών που δεν συνέπεσαν χρονικά με τον Ν. Γκάτσο ως δημιουργοί, επηρεάστηκαν όμως βαθιά από το έργο του. Ανάμεσά τους ο Γιώργος Ανδρέου αποτιμά το έργο του Νίκου Γκάτσου. «Ο Γκάτσος αποτελεί στιχουργική περίπτωση που δεν άφησε συνέχεια σε ευθεία αναγωγή. Σήμερα έχει επικρατήσει πιο πολύ ένα είδος εξπρεσιονιστικής γραφής παρά η δική του άποψη. Ο Γκάτσος ήταν το μείγμα του Ομήρου, του Σολωμού, της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, των δημοτικών παραλογών και του Ρεμπό. Αυτές τις παραμέτρους δεν τις είχε άλλος στιχουργός» σημειώνει ο συνθέτης, ο οποίος έχει αφιερώσει και ένα τραγούδι του στον Νίκο Γκάτσο («Ολα, κύριε Νίκο, είναι εδώ...») όπου χρησιμοποιεί στοιχεία της φρασεολογίας του.
Νάνα Μούσχουρη «Ο Νίκος με έμαθε τι είναι ελευθερία»
Η Νάνα Μούσχουρη ήταν επιστήθια φίλη του Νίκου Γκάτσου, θεωρώντας τον πρόσωπο που καθόρισε την πορεία της στη ζωή και στο τραγούδι. Συνεργάστηκε μαζί του κατά την πρώτη («Χάρτινο το φεγγαράκι», «Ελα πάρε μου τη λύπη» κτλ.) και κατά την τελευταία του στιχουργική περίοδο («Η ενδεκάτη εντολή», 1985, «Οι μύθοι μιας γυναίκας», 1988, «Αγάπη είν' η ζωή», 1994). Παρ' ότι δεν συμμετέχει σε «αφιερωματικού χαρακτήρα κείμενα», όπως τονίζει η ίδια, κινητοποιήθηκε από την επέτειο του θανάτου του και έγραψε για «Το Βήμα» τα παρακάτω λόγια, επιχειρώντας περισσότερο μια συναισθηματική προσέγγιση παρά έναν καλλιτεχνικό απολογισμό.
«Για μένα ήταν φίλος, πατέρας κι αδερφός. Μου έδωσε εμπιστοσύνη για τη ζωή. Με άφησε να καταλάβω ότι δεν έχει τόση σημασία το τι κάνεις αλλά το πώς και γιατί το κάνεις. Ολοι έχουμε βάλει στη ζωή έναν ήλιο σαν σύνορο, το πιο σημαντικό όμως είναι όχι να το φτάσεις αλλά ο δρόμος που χαράζεις. Από εκείνον έμαθα τι είναι ελευθερία, έμαθα να σέβομαι τα σύνορα του ανθρώπου, να υποστηρίζω τα παιδιά και τη δικαιοσύνη. Ο Νίκος αντιπροσωπεύει πάντοτε για μένα το μεγάλο ελληνικό πνεύμα, γεμάτο γνώση, γενναιοδωρία και ελευθερία, με σπάνια καλαισθησία, υπερηφάνεια αλλά και αυστηρότητα, αυτήν που απορρέει από την ευγενή απλότητα του στίχου του. Ηταν γεμάτος σοφία και ανθρώπινη κατανόηση, ευφυΐα, περιέργεια, δίψα να αναλύει τη σκέψη της νέας γενιάς και να εκφράζει τις ανησυχίες και τα όνειρά της. Ηταν ο άνθρωπος του μέλλοντος και της αισιοδοξίας και παρ' όλο που συχνά υπεδείκνυε τις πικρές αλήθειες της πραγματικότητας, δεν καταδίκαζε ποτέ. Πίστευε στον άνθρωπο που μια μέρα θα μπορούσε να κρίνει μόνος του τον δρόμο που θα ακολουθήσει. Τα χαρακτηριστικά του στίχου του ήταν η αρμονία των ιδεών και των λέξεων που διάλεγε για την έκφρασή τους. Δημιουργούσε συγκινητικές αόρατες μουσικές εικόνες γεμάτες ευγένεια και ποίηση.
Δεν αισθάνομαι την απουσία του γιατί συνεχίζει να με εμπνέει. Μια όμως διαφορετική αίσθηση απουσίας είναι το ότι δεν μπορώ να του μιλήσω. Στα σαράντα χρόνια που έζησα ταξιδεύοντας έξω από τη χώρα μας με βοήθησε με την καθημερινή τηλεφωνική επαφή μας να διατηρήσω την ελληνικότητά μου, την ταυτότητά μου, τη γλώσσα και τις πολιτιστικές αξίες. Προσπαθώ μέχρι σήμερα με τα τραγούδια του να μεταδώσω τις μεγάλες ηθικές αξίες με τις οποίες η φιλία του με πλούτισε. Η ταπεινή προσφορά μου είναι ότι πάρα πολλοί νέοι στο εξωτερικό έμαθαν να τραγουδούν στα ελληνικά "Χάρτινο το φεγγαράκι" ή "Ασπρη μέρα". Και μαθαίνουν τη γλώσσα μας για να εμβαθύνουν απόλυτα στο νόημα και στο μήνυμα του Γκάτσου το οποίο μου εμπιστεύθηκε (μια φορά κι έναν καιρό, όπως λένε τα παραμύθια)...».
Η είσοδος στη δισκογραφία
Από τις αρχές της δεκαετίας του '50 ως τα τέλη του '80 ο Νίκος Γκάτσος δημοσιοποίησε περίπου 340 στίχους του σε τραγούδια των Μάνου Χατζιδάκι, Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρου Ξαρχάκου, Δήμου Μούτση, Χριστόδουλου Χάλαρη, Γιώργου Χατζηνάσιου, Λουκιανού Κηλαηδόνη. «Τα περισσότερα από τα τραγούδια του Ν. Γκάτσου που δισκογραφήθηκαν γράφτηκαν πάνω σε ήδη δοσμένες μουσικές» τονίζει η πνευματική του κληρονόμος κυρία Αγαθή Δημητρούκα, αποκαλύπτοντας κάτι που είναι ελάχιστα γνωστό στο ευρύ κοινό και έχει ξεχωριστή αξία, αφού ο Ν. Γκάτσος κατάφερε να δημιουργήσει ένα αυτόνομο ποιητικό σύμπαν πάνω σε καθορισμένα εκ των προτέρων από τους συνθέτες μουσικά μέτρα. Ανάμεσα στα ποιητικής αισθητικής τραγούδια του Ν. Γκάτσου είναι τα «Αθανασία», «Η μικρή Ραλλού», «Αύριο πάλι», «Σ' έβλεπα στα μάτια», «Μάτια βουρκωμένα», «Παλικάρι στα Σφακιά», «Ο Γιάννης ο φονιάς», «Κοίτα με στα μάτια», «Μπουρνοβαλιά», «Η ενδεκάτη εντολή», «Κεμάλ» και «Περιμπανού». Τα περισσότερα από τα προαναφερθέντα τραγούδια είναι καρπός της συνεργασίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι. Είναι γνωστή η καλλιτεχνική τους συμπόρευση - ο Χατζιδάκις βρήκε στον Γκάτσο τον Λόγο των τραγουδιών του -, κατάθεση όμως του συνθέτη στον δημοσιογράφο κ. Ν. Γκροσδάνη αποκαλύπτει τον βαθύ ρόλο που έπαιξε η προσωπικότητα του Ν. Γκάτσου στον νεαρό τότε (τους χώριζαν 14 χρόνια διαφοράς) Μάνο Χατζιδάκι: «Η σχέση μου με τον Γκάτσο μού διαμόρφωσε τον χαρακτήρα. Τον θεωρώ τον πιο σημαντικό άνθρωπο που γνώρισα στη ζωή μου, μετά τη μητέρα μου. Ο Γκάτσος μ' έφτιαξε πνευματικά».
Το αφιέρωμα αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ
Σαν γράμμα στον κύριο Νίκο
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΟΥΖΑΚΗ
Απάνθισμα μερικών από τα ωραιότερα τραγούδια που μελοποίησαν οι σημαντικότεροι συνθέτες μας, ως μικρό αντίδωρο για τα συναισθήματα που ο Νίκος Γκάτσος (1911-1992) μάς προσέφερε απλόχερα επί δεκαετίες μέσα από τους στίχους του, είναι το αφιέρωμα που γίνεται την Κυριακή 23 και τη Δευτέρα 24 Ιανουαρίου στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.
Ο δημιουργός που κατάφερε να ενώσει στη στιχουργία του τη δημοτική, τη λαϊκή και την έντεχνη παράδοση
Η ιδέα του αφιερώματος, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 100 χρόνων από τη γέννηση του ποιητή, ανήκει στη Μαρία Φαραντούρη, η οποία γνώρισε από νωρίς τον πλούτο της στιχουργικής του: το πρώτο τραγούδι που συνέθεσε το 1964 για τη φωνή της ο Μίκης Θεοδωράκης,το «Ματωμένο φεγγάρι», ήταν σε δικούς του στίχους.
Για αυτές τις δυο βραδιές η Μαρία Φαραντούρη προσκάλεσε συναδέλφους της που είχαν άμεση ή έμμεση σχέση με τον ποιητή, τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, τον τελευταίο χατζιδακικό τραγουδιστή Βασίλη Γισδάκη και την κορυφαία πιανίστα Ντόρα Μπακοπούλου. Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης θα παρουσιάσει μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη, πρώτη φορά στο κοινό, και δύο καινούργια τραγούδια που συνέθεσε σε άγνωστους, μη μελοποιημένους στίχους του Νίκου Γκάτσου με τίτλους «Χατζιδακιάς» και «Το σκουπιδαριό». Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Νίκος Γκάτσος μάς κληροδότησε αρκετούς ακόμα μη μελοποιημένους στίχους, που ελπίζουμε να ανακαλύψουμε στο μέλλον. Το αφιέρωμα εντάσσεται στο πλαίσιο του Κύκλου Ελληνική Μουσική και τους ερμηνευτές θα πλαισιώνει ένα ολιγάριθμο μουσικό σύνολο υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη.
Τα πολύτιμα δώρα του
Σχεδόν όλα τα τραγούδια του προγράμματος είναι γνωστά και αγαπημένα και έχουν σαφώς το χρώμα και την ιδιαίτερη ευαισθησία του Μάνου Χατζιδάκι, αφού οι δύο δημιουργοί είχαν τη μακροβιότερη και πιο στενή συνεργασία που καρποφόρησε συνολικά 138 τραγούδια. Ανάμεσά τους βρίσκεται το πρώτο και το τελευταίο τραγούδι της «συνομιλίας» τους: το «Χάρτινο το φεγγαράκι», γραμμένο το 1948 για το θεατρικό έργο «Λεωφορείον ο Πόθος» του Τενεσί Ουίλιαμς, που πρωτοτραγούδησε η Μελίνα Μερκούρη στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης, και «Το Ταξίδι» με τους τελευταίους στίχους που ο Γκάτσος έγραψε το 1991 πάνω στην ομότιτλη μελωδία από τη μουσική της ταινίας του Ηλία Καζάν «Αμέρικα Αμέρικα». Η πνευματική κληρονομιά του Νίκου Γκάτσου θα είναι παρούσα στο αφιέρωμα και μέσα από τη μουσική κορυφαίων, επίσης, συνθετών: των Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρου Ξαρχάκου, Δήμου Μούτση και Χριστόδουλου Χάλαρη.
Η συνεργασία του Γκάτσου με τον Σταύρο Ξαρχάκο απέφερε εξήντα τραγούδια, με τον Δήμο Μούτση πενήντα δύο και με τον Μίκη Θεοδωράκη δεκαπέντε.
Ας θυμηθούμε ορισμένα από τα κλασικά τραγούδια που θα ακουστούν στο αφιέρωμα. Ανάμεσα σε εκείνα που έχουν επιλεγεί από τη συνεργασία του Νίκου Γκάτσου με τον Μάνο Χατζιδάκι είναι: «Ηταν καμάρι της αυγής» από το «Ματωμένο Γάμο» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα που ανέβηκε το 1947 στο Θεάτρο Τέχνης, «Με την Ελλάδα καραβοκύρη», «Ενας ευαίσθητος ληστής», «Ησουν παιδί σαν το Χριστό», από τον κύκλο «Μυθολογία», «Περιμπανού», «Κεμάλ» από τους «Αντικατοπτρισμούς», «Ο Γιάννης ο φονιάς» και «Μια φορά κι έναν καιρό» («Τα παράλογα») κ.ά. Από τα τραγούδια Γκάτσου-Θεοδωράκη θα ακουστούν τα «Ματωμένο φεγγάρι», «Είχα φυτέψει μια καρδιά», «Στράτα τη στράτα», «Αν θυμηθείς το όνειρό μου». Στις επιλογές Γκάτσου-Ξαρχάκου κυριαρχούν τα τραγούδια από το «Ρεμπέτικο» («Καίγομαι καίγομαι», «Το πρακτορείο» και «Μάνα μου Ελλάς»), την ομώνυμη ταινία του Κώστα Φέρρη, ενώ από τη συνεργασία του Δήμου Μούτση με τον Γκάτσο έχει επιλεγεί το τραγούδι «Αύριο πάλι» που συμπεριλαμβανόταν στο δίσκο του 1969 «Ενα χαμόγελο».
«Μονάκριβη» στιχουργία
Τη συμβολή του Νίκου Γκάτσου στο νεοελληνικό πολιτισμό υπενθυμίζει στο πρόγραμμα των παραστάσεων ο μουσικοκριτικός Γιώργος Β. Μονεμβασίτης αποκαλώντας τον «αυθεντικό και ευφάνταστο τεχνίτη των λέξεων, που έχει καταγραφεί στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας ως ποιητής του ενός ποιήματος, της "Αμοργού", και στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού ως ο στιχουργός των πολλών εξαίσιων στίχων. Το έργο του ακυρώνει τη θεωρία που διαχωρίζει τον ποιητικό λόγο από το στίχο γιατί οι στίχοι του είναι ποίηση. Στη μονάκριβη στιχουργία του ανιχνεύονται συνυφασμένες σχεδόν όλες οι αισθητικές κατηγορίες της ελληνικής ποίησης: η δημοτική, η λαϊκή ή έντεχνη».
Φαραντούρη - Ιωαννίδης τραγουδούν Γκάτσο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου